Ἤμουν ἀνίδεη κι᾿ ἄπραγη, παρ᾿ ὅλο
ποὺ ἡ παιδικότης μοὖχε πῆ τὸ «χαῖρε».
Ὤ, γιὰ νὰ πῶ τὰ λόγια τοῦτα τώρα
θύμηση τὶς γλυκὲς πηγές σου φέρε.

Εἴχαμε οἱ δυὸ καθήσει στὸ γεφύρι
τοῦ ἔρημου δρόμου ποὺ ἔβγαζε στὸ ρέμα,
ἀκίνητοι καὶ παραπονεμένοι,
μὲ σκεφτικὸ παράξενα τὸ βλέμμα.

Τὸ σκεφτικό μας πρόσωπο ἡ Σελήνη
τὸ ἀγκάλιαζε μὲ θέρμη καὶ τὸ ἐφίλει
μὰ ἐμεῖς μέναμε πάντα καθισμένοι
μὲ σιωπηλὰ τὰ ξαφνισμένα χείλη.

Λιγάκι πρὶν δὲν ἤμαστε θλιμμένοι
μὰ μοὖπε ξαφνικὰ πὼς μ᾿ ἀγαπάει.
Αὐτὸ ἦταν! Τί νὰ νοιώσαμε μὲ τοῦτο;
Ἄχ! ὅλη ἡ παιδικὴ ψυχή μας πάει!

0 Σχόλια